υπουλος

υπουλος
    ὕπουλος
    ὕπ-ουλος
    2
    1) внешне зарубцевавшийся, гноящийся внутри
    

(σώματα, ἄνθρωπος Plut.; ψυχή, πόλις Plat.)

    2) внешний, обманчивый, ложный, притворный
    

(αὐτονομία Thuc.; ἡσυχία Dem.; λόγοι Plut.)

    κάλλος κακῶν ὕπουλον Soph. — красота, скрывающая несчастья;
    ὕπουλον τέλμα Plut. — незаметная сверху трясина;
    ἀνέρ ὑ. Men. — коварный человек;
    οἱ ὕπουλοι Plut. — тайные недоброжелатели;
    ὕ. ἵππος Soph. — коварный (т.е. Троянский) конь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπουλος" в других словарях:

  • ὕπουλος — extending inwards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

  • ύπουλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ουλή (βλ. λ.), αυτός που επουλώθηκε εξωτερικά αλλά εσωτερικά εξακολουθεί να υπάρχει σε νοσηρή κατάσταση. 2. μτφ., δόλιος, υποκριτικός, καταχθόνιος, πονηρός: Ύπουλος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπούλως — ὕπουλος extending inwards adverbial ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπουλον — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc sg ὕπουλος extending inwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουλότερος — ὕπουλος extending inwards masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλοις — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλου — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλους — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλων — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλῳ — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»