ὕπουλος — extending inwards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… … Dictionary of Greek
ύπουλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ουλή (βλ. λ.), αυτός που επουλώθηκε εξωτερικά αλλά εσωτερικά εξακολουθεί να υπάρχει σε νοσηρή κατάσταση. 2. μτφ., δόλιος, υποκριτικός, καταχθόνιος, πονηρός: Ύπουλος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπούλως — ὕπουλος extending inwards adverbial ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπουλον — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc sg ὕπουλος extending inwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουλότερος — ὕπουλος extending inwards masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλοις — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλου — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλους — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλων — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπούλῳ — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)